Εισαγωγή
Ο ελληνικός κινηματογράφος αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια και πραγματικότητα
Οι αρμοδιότητες για την προστασία και την ενίσχυσή του ανήκαν αρχικά στο Υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο είχε καθιερώσει ήδη από το 1961 με ειδικό νόμο ορισμένα κίνητρα για την ανάπτυξη της υποδομής του. Εκείνη την περίοδο, ο κινηματογράφος αποτελούσε το βασικό μέσο ψυχαγωγίας του ευρύτερου κοινού. Η ετήσια παραγωγή ήταν υψηλή και οι ταινίες, κατά πλειοψηφία, κάλυπταν το κόστος παραγωγής τους από τα εισιτήρια των θεατών.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου τα συμπτώματα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης εξ αιτίας κυρίως της έλευσης της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισιτηρίων, το κλείσιμο πολλών κινηματογραφικών αιθουσών, το πάγωμα των επενδύσεων, την αδυναμία απόσβεσης του κόστους παραγωγής των ταινιών και, σταδιακά, την αποδιάρθρωση της οικονομικής υποδομής του ελληνικού κινηματογράφου. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την κρατική παρέμβαση και την καθιέρωση ουσιαστικών μέτρων από την πλευρά της Πολιτείας.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ως νομικό πρόσωπο, προϋπήρχε της κρίσης, αλλά με άλλη επωνυμία. Είχε ιδρυθεί το 1970 με την επωνυμία «Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων», ως θυγατρική εταιρεία παραγωγής ταινιών μιας κρατικής τράπεζας, της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), στο πλαίσιο της τότε κρατούσας αντίληψης για τη βιομηχανική «διάσταση» του κινηματογράφου, η οποία κατά την περίοδο της δικτατορίας παρουσίασε περιορισμένο κύκλο δραστηριοτήτων.
Μετά τη μεταπολίτευση, την Προεδρία του φορέα ανέλαβε ο καταξιωμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος, πραγματοποιώντας ανοίγματα και σε νεότερους δημιουργούς, προχώρησε στην παραγωγή μιας σειράς φιλόδοξων ταινιών με αποκλειστική χρηματοδότηση του Οργανισμού που –επί των ημερών του– μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (στο εξής ΕΚΚ).
Το 1980, ύστερα από πίεση των ανθρώπων του κινηματογράφου προς την τότε κυβέρνηση, οι αρμοδιότητες για τον κινηματογράφο μεταβιβάζονται από το Υπουργείο Βιομηχανίας στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η αλλαγή αυτή καταδεικνύει μια νέα αντίληψη της Πολιτείας, η οποία υιοθετεί στο εξής ως πιο σημαντική την πολιτιστική διάσταση του κινηματογραφικού έργου έναντι της οικονομικής σημασίας του κινηματογραφικού προϊόντος. Επί υπουργίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, το κράτος πραγματοποιεί τις πρώτες χρηματοδοτήσεις προς το ΕΚΚ, ενώ την Προεδρία του Κέντρου αναλαμβάνει ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου, πρώην Υφυπουργός Πολιτισμού στην πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση, ο οποίος αρχίζει να προσανατολίζει τον Οργανισμό σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις για την αποστολή του.
Το 1981, ύστερα από την κυβερνητική αλλαγή, αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, η Μελίνα Μερκούρη, η οποία θέτει ως προτεραιότητα της πολιτικής της τη στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου. Το ίδιο έτος, ορίζει Πρόεδρο του ΕΚΚ τον διακεκριμένο συγγραφέα και κριτικό Παύλο Ζάννα, ενώ το 1982 καταρτίζει και υποστηρίζει με πάθος το νομοσχέδιο «για την προστασία και την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης της ελληνικής κινηματογραφίας», το οποίο, τελικά, γίνεται νόμος του κράτους το 1986. Με τον νόμο αυτόν (Ν.1597/86) ο οποίος ρυθμίζει τη δομή, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του, το ΕΚΚ διατηρεί τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας αλλά περιέρχεται εξ ολοκλήρου στο κράτος και γίνεται ο κυριότερος μοχλός άσκησης της κινηματογραφικής πολιτικής.
Η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου που έχει εκδηλωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (για να κορυφωθεί περί το 1985), αλλά και η υπολειτουργία ορισμένων αναπτυξιακών «εργαλείων» που προέβλεπε ο Νόμος 1597/86 λόγω της έλλειψης επαρκών πόρων, κατέστησαν το ΕΚΚ –για αρκετά χρόνια– μοναδικό χρηματοδότη της εγχώριας παραγωγής, με περιορισμένο τον ρυθμιστικό του ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, το ΕΚΚ κατάφερε να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές συνθήκες και να συμβάλει καθοριστικά στην επιβίωση του ελληνικού κινηματογράφου, στηρίζοντας τη διανομή της ελληνικής ταινίας στις αίθουσες, συγχρηματοδοτώντας τα ελληνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ και δίνοντας το παρόν στις κινηματογραφικές αγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, διατήρησε επί πλέον ως στόχο τη διεθνή αναγνώριση της ελληνικής ταινίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρατηρείται μια σταδιακή βελτίωση των συνθηκών. Όπως αναφέρεται σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών που έγινε το 2000: «Η εγχώρια παραγωγή κάνει τα πρώτα συστηματικά ανοίγματά της στην Ευρώπη και στη διεθνή συμπαραγωγή, ενώ εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερος ο θεσμός του ιδιώτη παραγωγού. Από τις αρχές του 1990, δημιουργούνται οι δημοτικοί κινηματογράφοι που ξεπερνούν τους 80 σε όλη τη χώρα και κινηματογραφικά δίκτυα, εγχώρια και διεθνή, κάνουν την εμφάνισή τους, με σκοπό την στήριξη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παραγωγής. Οι κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας ανακαινίζονται και εξοπλίζονται με τα πλέον εξελιγμένα συστήματα ήχου και εικόνας, ενώ συγχρόνως νέες αίθουσες κατασκευάζονται στο κέντρο και την περιφέρεια. Το ευρωπαϊκό και αμερικάνικο φαινόμενο των πολυκινηματογράφων (Cineplex) κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα».
Το ΕΚΚ προσανατολίζεται στο νέο «τοπίο» που τείνει να δημιουργηθεί και το οποίο, μολονότι δεν εγγυάται τη ριζική θεραπεία των αιτίων της κρίσης, δημιουργεί δράση και αισιοδοξία. Με την καθιέρωση του Προγράμματος «Νέα Ματιά» που απευθυνόταν αποκλειστικά στους νέους κινηματογραφικούς δημιουργούς και με την εκπόνηση, έγκριση και εφαρμογή του νέου Κανονισμού Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του, τον Ιούλιο του 1996, διευρύνει τους στόχους της πολιτικής του. Επίσης, καθιερώνει νέο σύστημα χρηματοδοτήσεων και θέτει τη συνολική διαδικασία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών σε νέες βάσεις με τη διατύπωση ενός ευρύτερου πλαισίου αρχών και κανόνων μέσα στο οποίο κινείται η παραγωγή ελληνικών ταινιών έως και σήμερα.
Μετά την ψήφιση, επί Υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου, του Ν. 2557/97 που προέβλεπε τη δημοσίευση Προεδρικού Διατάγματος για την τροποποίηση του Καταστατικού του ΕΚΚ, η θεσμική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου υπήρξε γεγονός αναμενόμενο. Η πρόθεση του Υπουργείου Πολιτισμού γι’ αυτή τη νομοθετική παρέμβαση ήταν γνωστή ήδη από το καλοκαίρι του 1997 με καταληκτική πράξη το Προεδρικό Διάταγμα 113/98 «Καταστατικό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου» –ένα νομοθετικό κείμενο που υπήρξε αποτέλεσμα του γενικού αιτήματος για θεσμικές αλλαγές στον χώρο του κινηματογράφου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε συστηματική προσπάθεια εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που έδινε αυτό το Διάταγμα, μέσα σε ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που προκαλούσαν η συνεχιζόμενη επιστροφή των θεατών στις αίθουσες, η ελπιδοφόρα εμφάνιση νέων δημιουργών στο προσκήνιο, η ενεργοποίηση αρκετών νέων αλλά και παλαιότερων επαγγελματιών παραγωγών, η σταθερή χρηματοδότηση ελληνικών ταινιών από τη δημόσια τηλεόραση και η περιστασιακή από κάποιους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, τέλος, η καθιέρωση κοινής «γραμμής» από τις εταιρείες διανομής.
Κατά την περίοδο που ακολουθεί, το ΕΚΚ εγκαινιάζει μια πολιτική που αναζητεί νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργική και την αναπτυξιακή διάσταση του ελληνικού σινεμά. Προτείνει κίνητρα για τη διεύρυνση της ιδιωτικής συμμετοχής στην παραγωγή, εγκαινιάζει μια σταθερή συνεργασία με τη δημόσια τηλεόραση με αντικείμενο τη συγχρηματοδότηση της παραγωγής ταινιών μυθοπλασίας νέων δημιουργών και ντοκιμαντέρ, θεσπίζει νέο Κανονισμό χρηματοδοτήσεων που περιλαμβάνει οκτώ (8) Προγράμματα, ενώ πρωτοστατεί στη δημιουργία δικτύου συνεργασίας των Κέντρων Κινηματογράφου των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Υπό την Προεδρία, διαδοχικά, του Παύλου Ζάννα (έως το 1986), των σκηνοθετών Μάνου Ζαχαρία (1986-1989), Ερρίκου Ανδρέου (1989-1991), Κώστα Βρεττάκου (1991-1998), Μάνου Ευστρατιάδη (1998-2001), Διαγόρα Χρονόπουλου (2001-2005), Θανάση Βαλτινού (2005-2006), Γιώργου Παπαλιού (2006 – 2013), Τώνη Λυκουρέση (2013 – 2014), του συγγραφέα – σεναριογράφου Πέτρου Μάρκαρη (2014 – 2015), του διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα (2015 -2016), του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ιωάννη Λεοντάρη (2016 – 2017) και του Δημήτρη Παπαϊωάννου (2017 έως σήμερα), το ΕΚΚ συνεχίζει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη της παραγωγής και την προώθηση της ελληνικής ταινίας, επιδιώκοντας τη συμπόρευση των ελληνικών κινηματογραφικών «πραγμάτων» με τα αντίστοιχα διεθνή ισχύοντα.
Με τον νόμο 3905/2010 (ΦΕΚ 219/Α/23-12-2010), «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις», το ΕΚΚ απέκτησε τη νομική μορφή, του κοινωφελούς μη κερδοσκοπικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου το οποίο εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού (αντί της πρότερης μορφής του ως ανωνύμου εταιρείας, που λειτουργούσε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16-26 του Ν. 1597/1986 – ΦΕΚ 68 Α΄ και το Π.Δ. 113/1998 – ΦΕΚ 113 Α).
Ο νόμος 3905/2010 καθορίζει τις αρχές της εθνικής πολιτικής στον τομέα του κινηματογράφου και θέτει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο εν όψει των εξελίξεων που έχουν συντελεστεί στον οπτικοακουστικό τομέα τα τελευταία 15 χρόνια. Κύριο στόχο του αποτελεί η ουσιαστική ανάπτυξη του Κινηματογράφου στην Ελλάδα, με αύξηση των οικονομικών ποσών που διατίθενται για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων, αξιοποίηση πόρων, ανακατανομή κονδυλίων, διαφάνεια και λογοδοσία των Οργανισμών, καθώς και αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, συμμετοχή παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και τηλεπικοινωνιών, αλλά και προσέλκυση ξένων παραγωγών.
Βασική καινοτομία του Νόμου ήταν ο διορισμός Γενικού Διευθυντή στο ΕΚΚ, ο οποίος μαζί με το επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, αποτέλεσαν τα όργανα Διοίκησης του ΕΚΚ. Βάσει του νόμου αυτού, πρώτος Γενικός Διευθυντής στο ΕΚΚ διορίστηκε ο σκηνοθέτης κ. Γρηγόρης Καραντινάκης (2011 – 2015, 2015 – 2016) και εν συνεχεία η Μοντέζ – Θεωρητικός Κινηματογράφου, κα. Ηλέκτρα Βενάκη (2016 – 2017).
Επί πλέον, από τον Φεβρουάριο του 2013 τέθηκε σε ισχύ ο σημερινός Κανονισμός Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του ΕΚΚ, εξέλιξη του προηγούμενου. Ο νέος Κανονισμός περιλαμβάνει δέκα (10) Χρηματοδοτικά Προγράμματα τα οποία συντάχθηκαν με βάση τα διεθνή πρότυπα και έχουν ως στόχο την κάλυψη των πολύπλευρων σύγχρονων αναγκών της κινηματογραφικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι ο νέος Κανονισμός όποτε οι διαμορφούμενες συνθήκες το επιβάλλουν, επιδέχεται των απαραίτητων τροποποιήσεων και αλλαγών προκειμένου να πληροί αποτελεσματικότερα τους θεσμικούς σκοπούς του.
Όσον αφορά στην παραγωγή ταινιών, το ΕΚΚ συμμετείχε κατά μέσο όρο ετησίως στη χρηματοδότηση μέρους του κόστους παραγωγής 15 ταινιών μεγάλου μήκους, 15 ταινιών μικρού μήκους, 6 ντοκιμαντέρ, και με μικρά ποσά στη χρηματοδότηση 15 – 20 ολοκληρωμένων έργων της ανεξάρτητης παραγωγής αυτών των τριών κατηγοριών ταινιών.
Επιπλέον, διέθετε το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του στην ενίσχυση της παραγωγής ταινιών (περίπου το 60% του συνόλου), δίνοντας έμφαση στη στήριξη των νέων δημιουργών. Στις εγκρίσεις του, όμως, κατείχαν εξέχουσα θέση και οι ταινίες καταξιωμένων σκηνοθετών που έχουν ήδη στο ενεργητικό τους αξιόλογο κινηματογραφικό έργο.
O κατάλογος των παραγωγών που υλοποιήθηκαν με τη συμμετοχή, τη χρηματοδότηση ή τη στήριξη του ΕΚΚ, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει συνολικά περισσότερες από 700 ταινίες, από τις οποίες περίπου οι 400 έχουν κερδίσει βραβεία σε ελληνικά και διεθνή Φεστιβάλ.
Το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας ΑΕ (ΕΚΟΜΕ ΑΕ)
Το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας ΑΕ (ΕΚΟΜΕ ΑΕ), δημιουργήθηκε το 2015 με το ν. 4339/2015 «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης − Ίδρυση συνδεδεμένης με την Ε.P.T. Α.Ε. ανώνυμης εταιρίας για την ανάπτυξη δικτύου επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής − Ρύθμιση θεμάτων Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ. Τ.) − Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, Οργάνωση της Επικοινωνιακής Διπλωματίας − Σύσταση Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας και Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης − Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4070/2012 (Α΄ 82) και άλλες διατάξεις».
Η δημιουργία του αποτέλεσε βασική ανάγκη προκειμένου η χώρα να αποκτήσει μια στρατηγική για την ανάπτυξη της οπτικοακουστικής βιομηχανίας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό σκοπός του Ε.Κ.Ο.Μ.Ε. ήταν είναι η υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων, που αφορούν στην υποστήριξη των δημοσίων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων στους τομείς των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και στην εξειδικευμένη υποβοήθηση των σχετικών επικοινωνιακών πολιτικών του Δημοσίου.
Στο πλαίσιο αυτό το ΕΚΟΜΕ είχε ως αρμοδιότητες:
α) την παρακολούθηση, μελέτη και έρευνα των εξελίξεων στον χώρο των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας σε θεσμικό, κοινωνικό, πολιτικό και τεχνικό επίπεδο,
β) τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την υποστήριξη των τομέων των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας και των στελεχών τους,
γ) την οργάνωση, ψηφιοποίηση, διαχείριση και εκμετάλλευση εθνικού αρχείου οπτικοακουστικών μέσων και μέσων ψηφιακής προβολής, ψηφιακής επικοινωνίας και πληροφόρησης,
δ) την οργάνωση και λειτουργία βιβλιοθήκης και τράπεζας δεδομένων,
ε) την έκδοση εγχειριδίων, βιβλίων, μελετών και ενημερωτικών δελτίων, καθώς και τη διάδοση κοινωνικών μηνυμάτων, που αφορούν στα οπτικοακουστικά μέσα και στην ψηφιακή τεχνολογία,
στ) την οργάνωση συνεδρίων, συμποσίων, εκθέσεων, διαλέξεων και άλλων σχετικών εκδηλώσεων,
ζ) την παραγωγή και διαχείριση οπτικοακουστικού υλικού και μέσων ψηφιακής επικοινωνίας και πληροφόρησης,
η) την υποβοήθηση του Δημοσίου στην εφαρμογή των επικοινωνιακών πολιτικών στους τομείς των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και στην ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών φορέων για την προώθηση των πολιτικών αυτών,
θ) την υλοποίηση ευρωπαϊκών και διεθνών προγραμμάτων στους τομείς των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας,
ι) τον εθνικό συντονισμό των δράσεων των φορέων του Δημοσίου Τομέα, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) και των φορέων του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3979/2011 (Α΄ 138), που συλλέγουν, κατέχουν και εκμεταλλεύονται οπτικοακουστικό υλικό στην Ελλάδα, καθώς και τη δημιουργία ενιαίου καταλόγου του συνόλου του οπτικοακουστικού υλικού, το οποίο κατέχουν οι ως άνω φορείς, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή φυσικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων,
ια) την υποστήριξη, ενίσχυση και ανάδειξη της δημιουργίας και των δημιουργών στα οπτικοακουστικά μέσα και την επικοινωνία στη Χώρα, μέσα από μια σειρά προγραμμάτων και πρωτοβουλιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ιδίως, τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας στα οπτικοακουστικά μέσα και την επικοινωνία στην Ελλάδα, την εξασφάλιση των κατάλληλων υποδομών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών από τον ιδιωτικό τομέα,
ιβ) την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στη Χώρα στον κλάδο των οπτικοακουστικών μέσων και της επικοινωνίας, προβολή και προώθηση της Ελλάδας στο εξωτερικό, ως τόπου κατάλληλου για την πραγματοποίηση οπτικοακουστικών παραγωγών και την προσέλκυση στην Ελλάδα διεθνών οπτικοακουστικών παραγωγών, με αξιοποίηση των επενδυτικών, φορολογικών και άλλων κινήτρων που ισχύουν, τον εθνικό συντονισμό των συναρμόδιων φορέων, οργανισμών, υπουργείων, καθώς και της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης για τη δημιουργία και λειτουργία των κατάλληλων υποδομών, έτσι ώστε να μπορούν να υλοποιηθούν στην Ελλάδα οι διεθνείς οπτικοακουστικές παραγωγές,
ιγ) την καταγραφή, αποθήκευση και ψηφιοποίηση του προγράμματος που εκπέμπουν οι πάροχοι περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας, που διαθέτουν νόμιμη άδεια εκπομπής, με στόχο τη διάσωση, διαφύλαξη και δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και συγκεντρωτικού αρχείου της εθνικής πολιτιστικής οπτικοακουστικής μνήμης.
Επιπλέον, με το νόμο 4487/2017 «Ηλεκτρονικό σύστημα διάθεσης τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου, τροποποίηση του ν. 3548/2007, σύσταση μητρώου περιφερειακού και τοπικού Τύπου, ειδική σήμανση γραμμωτού κώδικα στις έντυπες εκδόσεις, δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την ενίσχυση της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις», δημιουργήθηκε το χρηματοδοτικο εργαλείο του cash rebate με το οποίο υλοποιήθηκε η στρατηγική της στήριξης της οπτικοακουστικής βιομηχανίας της χώρας. Το συγκεκριμένο επενδυτικό κίνητρο στήριξη την εγχώρια οπτικοακουστική βιομηχανία και προσέλκυσε ξένες παραγωγές στη χώρα ανοίγοντας πλέον τα σύνορα της ελληνικής κινηματογραφικής και οπτικοακουστικής βιομηχανίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η νέα εποχή - Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας-Creative Greece
Με το νόμο 5105/2024 «Δημιουργική Ελλάδα: ενίσχυση του κινηματογραφικού, οπτικοακουστικού και δημιουργικού τομέα, ίδρυση φορέα για το βιβλίο και λοιπές διατάξεις για τον σύγχρονο πολιτισμό» επιχειρήθηκε ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του συστήματος διακυβέρνησης της οπτικοακουστικής και κινηματογραφικής πολιτικής και του δημιουργικού και πολιτιστικού τομέα ευρύτερα, με στόχο τη δημιουργία και στήριξη μιας συνεκτικής εθνικής πολιτικής για τους τομείς αυτούς.
Η παρέμβαση αυτή κρίθηκε αναγκαία για τον εξορθολογισμό και την ενοποίηση αρμοδιοτήτων που έως τότε ασκούνταν από διαφορετικούς φορείς της δημόσιας διοίκησης που ανήκαν σε άλλα Υπουργεία, την άρση των μεταξύ τους επικαλύψεων αρμοδιοτήτων, αλλά και την κάλυψη υφιστάμενων κενών, προκειμένου να εκσυγχρονιστούν με τις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες.
Η συγκρότηση μιας τέτοιας εθνικής πολιτικής έχει δύο στόχους: αφενός να στηριχθούν ο κινηματογραφικός, οπτικοακουστικός και δημιουργικός τομέας και οι επιμέρους κλάδοι του προκειμένου να προσαρμόζονται συνεχώς στις εξελίξεις και να συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας ευρύτερα και αφετέρου να προστατευτεί, εκσυγχρονιστεί και αναδειχθεί ενιαία η σύγχρονη πολιτιστική ταυτότητα της χώρας, ιδίως με τη χρήση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων οπτικοακουστικών μέσων.
Στο παγκόσμιο περιβάλλον, η Ελλάδα φαίνεται πως συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον εγχώριων και ξένων επενδυτών ειδικά στους τομείς του κινηματογράφου, της παραγωγής σειρών για την τηλεόραση αλλά και σε πιο σύγχρονα αντικείμενα του οπτικοακουστικού κλάδου, όπως τα κινούμενα σχέδια (animation) ή τα ψηφιακά παιχνίδια (videogames). Επιπλέον, μελέτες των τελευταίων ετών από ερευνητικούς οργανισμούς δείχνουν πως ο τομέας της οπτικοακουστικής παραγωγής έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία μιας χώρας.
Η αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος έχει πολλαπλά οφέλη για τη χώρα τόσο στο επίπεδο του τουρισμού όσο και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον κλάδο. Και βέβαια συνδυάζεται με αύξηση του ενδιαφέροντος και σε άλλες μορφές επενδύσεων, όπως η δημιουργία υποδομών (studios).
Ο συνδυασμός των παραπάνω με την προσπάθεια, προκειμένου να διατηρήσει η χώρα τη δυναμική που έχει δημιουργήσει την τελευταία τριετία, να την αναπτύξει περαιτέρω, αλλά και να την επεκτείνει και σε άλλους κλάδους του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα, απαιτεί μια νέα προσέγγιση στη δημόσια πολιτική για τον πολιτιστικό-δημιουργικό και τον οπτικοακουστικό τομέα, η οποία αντικατοπτρίζεται σε μια νέα δομή διακυβέρνησης.
Η νέα αυτή δομή έχει ως σκοπό να αναδιοργανώσει τον διοικητικό μηχανισμό προκειμένου να θεραπεύσει παθογένειες του παρελθόντος, προκειμένου να υλοποιηθεί μια σύγχρονη πολιτική για τον πολιτιστικό-δημιουργικό τομέα αλλά και για τον ενιαίο ελληνικό πολιτισμό ευρύτερα, σε ένα περιβάλλον το οποίο μεταβάλλεται συνεχώς λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Ο νέος φορέας θα αποτελέσει, επομένως, το «όχημα», το οποίο εντάσσεται στην εθνική πολιτική για τον ενιαίο, ελληνικό πολιτισμό, προκειμένου να σχηματοποιηθεί μια ενιαία πολιτική με σκοπό α) την ανάπτυξη, ενίσχυση και προστασία του ελληνικού κινηματογραφικού, οπτικοακουστικού και εν γένει δημιουργικού τομέα και την προώθηση και προβολή του διεθνώς, β) τη στήριξη εγχώριων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στον κινηματογραφικό/οπτικοακουστικό τομέα καθώς και στον πολιτιστικό και δημιουργικό τομέα ευρύτερα, γ) την υποστήριξη πολιτικών και ερευνών για την ενσωμάτωση νέων, ψηφιακών τεχνολογιών και καινοτομιών στην οπτικοακουστική βιομηχανία και τη χρήση σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων για την ανάδειξη του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα της χώρας, καθώς και την προώθηση και υποστήριξη της έρευνας στους τομείς αυτούς, δ) την οργάνωση και λειτουργία Εθνικού Ψηφιακού Αποθετηρίου Οπτικοακουστικών Έργων και λοιπών δομών υποστήριξης του οπτικοακουστικού και δημιουργικού τομέα της χώρας, ε) τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης για τον οπτικοακουστικό τομέα και την προώθηση της οπτικοακουστικής παιδείας (audiovisual and media literacy),στ) την υποστήριξη του κράτους στον σχεδιασμό της πολιτικής για την κινηματογραφική και οπτικοακουστική και δημιουργική βιομηχανία της χώρας και την εν γένει υποστήριξη και προώθηση των τομέων αυτών.
Τέλος, δημιουργούνται δομές και προγράμματα για την περαιτέρω ενίσχυση και ανάπτυξη του οπτικοακουστικού τομέα στην Ελλάδα. Οι δομές και τα προγράμματα αυτά, ακολουθώντας τις βέλτιστες, ευρωπαϊκές και διεθνείς πρακτικές, επιδιώκουν την ενδυνάμωση του οπτικοακουστικού και δημιουργικού τομέα και τη θωράκισή του απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις.
Η θεσμοθέτηση του Εθνικού Ψηφιακού Αποθετηρίου Οπτικοακουστικών Έργων, παρότι ήδη νομοθετημένη από το 2015, αποτελεί μια νέα δυναμική για τη διάσωση της εθνικής, οπτικοακουστικής κληρονομιάς, προκειμένου ο πλούτος της να δημιουργήσει προοπτικές ανάπτυξης και πολιτιστικής/εκπαιδευτικής δημιουργίας.
Η δημιουργία του Δημιουργικού Κόμβου-CreativeHub έρχεται να καλύψει την ανάγκη για μια δομή δικτύωσης των νέων δημιουργών και των νεοφυών επιχειρήσεων στον πολιτιστικό τομέα με τις ανάγκες της αγοράς, να δημιουργήσει καλύτερες προοπτικές προσέλκυσης ευρωπαϊκών προγραμμάτων, να οργανώσει προγράμματα οπτικοακουστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και να δημιουργήσει το Παρατηρητήριο για τον Πολιτιστικό και Δημιουργικό Τομέα που αποτελεί ζητούμενο εδώ και πολλά χρόνια, προκειμένου να υπάρχουν στατιστικά δεδομένα για τον σχεδιασμό κατάλληλων πολιτικών. Αντίστοιχες μελέτες υπάρχουν σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αλλά και σε εθνικό επίπεδο, όπως η μελέτη της διαΝΕΟσις για τον πολιτιστικό τομέα.
Επιπλέον, θεσμοθετείται το Πρόγραμμα Ενίσχυσης της Εξωστρέφειας του Οπτικοακουστικού Τομέα, με βασικό στόχο την οργάνωση ενός ορθολογικού πλαισίου χρηματοδότησης και στήριξης της συμμετοχής της Ελλάδας στα διεθνή και ευρωπαϊκά φεστιβάλ και εκδηλώσεις, καθώς και τη στήριξη των εγχώριων φεστιβάλ του χώρου.
Τέλος, δημιουργείται το θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση και λειτουργία των Γραφείων Διευκόλυνσης Οπτικοακουστικών Παραγωγών στην Ελλάδα, στις Περιφέρειες και σε μεγάλους Δήμους. Τα Γραφεία αυτά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν άτυπα, δεν έχουν συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο για να μπορούν να λάβουν συνεκτικές χρηματοδοτήσεις και να υποστηρίξουν την υλοποίηση μιας εθνικής οπτικοακουστικής πολιτικής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.